- υπερφαλαγγώ
- -έω, ΜΑυπερφαλαγγίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + φάλαγξ, -γγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερφαλαγγῶ — ὑπερφαλαγγέω extend the line of one s phalanx so as to outflank the enemy on both wings pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑπερφαλαγγέω extend the line of one s phalanx so as to outflank the enemy on both wings pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερφαλάγγιση — η / ὑπερφαλάγγησις, ήσεως, ΝΜΑ και υπερφαλαγγίωσις και ύπερφαλάγγωσις Α [υπερφαλαγγίζω / ὑπερφαλαγγῶ] η επέκταση τής φάλαγγας στρατιωτικής παράταξης για να κυκλωθούν τα άκρα τής εχθρικής, υπερκέραση, περικύκλωση (α. «η υπερφαλάγγιση τών εχθρικών… … Dictionary of Greek
υπερφαλαγγίζω — Ν 1. επεκτείνω το μέτωπο τής παράταξής μου ώστε να κυκλώσω τα άκρα τής εχθρικής παράταξης 2. περικυκλώνω 3. μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ, παρακάμπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού υπερφαλαγγώ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek